- αποκληρωτικός
- -ή, -ό (Α ἀποκληρωτικός, -ή, -όν)νεοελλ.ο σχετικός με την αποκλήρωσηαρχ.1. αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην τύχη2. «ἀποκληρωτικός λόγος» — ο ασαφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποκληρωτικός — choosing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκληρωτικόν — ἀποκληρωτικός choosing masc acc sg ἀποκληρωτικός choosing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκληρωτικῶς — ἀποκληρωτικός choosing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκληρωτικώτατος — ἀποκληρωτικός choosing masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκληρωτικάς — ἀποκληρωτικά̱ς , ἀποκληρωτικός choosing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)